- βοτρυιος
- βοτρύϊος3с гроздевидными плодами
(φυτόν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φυτόν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βοτρύιος — βοτρύϊος, α, ον (Α) [βότρυς] φρ. «βοτρυΐον φυτόν» το κλήμα … Dictionary of Greek
βοτρυίων — βοτρυΐων , βοτρύιος of grapes fem gen pl βοτρυΐων , βοτρύιος of grapes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
βοτρυίαν — βοτρυΐᾱν , βοτρύιος of grapes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)